προξενητής

προξενητής
ο, θηλ. προξενήτρια, ΝΜΑ, θηλ. και προξενήτρα Ν [προξενῶ]
αντιπρόσωπος σε διαπραγματεύσεις, πράκτορας, μεσίτης
νεοελλ.
παροιμ. «ανύπαντρος προξενητής για λόγου του γυρεύει» — λέγεται για εκείνον που επιδιώκει το δικό του συμφέρον και προσποιείται ότι φροντίζει για τους άλλους
νεοελλ.-μσν.
άτομο που κάνει το προξενείο, μεσολαβητής για τη σύναψη γάμου (α. «στείλε προξενήτρες στη μάνα μου και προξενητάδες στο μπάρμπα μου», δημ. τραγούδι
β. «γάμου προξενητής», Κωδ. Ιουστ.)
αρχ.
αυτός που προξενεί κάτι, ο αίτιος για να γίνει κάτι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • προξενητής — ο θηλ. ήτρα αυτός που μεσολαβεί για συνοικέσιο: Προξενητάδες ήρθανε από τη Βαβυλώνα, να πάρουνε την Αρετή πολύ μακριά στα ξένα (δημ. τραγ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Proxenetismo — El proxenetismo es el oficio del proxeneta (Del lat. proxenēta, y este del gr. προξενητής) consiste en obtener beneficios económicos de la prostitución de otra persona. El proxenetismo en muchos países constituye un delito. A los proxenetas se… …   Wikipedia Español

  • proxeneta — (Del lat. proxeneta < gr. proxeneo, hacer de patrono.) ► sustantivo masculino femenino Persona que facilita y media en las relaciones sexuales entre otras, con fines lucrativos. SINÓNIMO chulo * * * proxeneta (del lat. «proxenēta», del gr.… …   Enciclopedia Universal

  • αποκρισάρης — κ. αποκρισιάρης, ο (AM ἀποκρισιάριος) [απόκρισις] 1. απεσταλμένος, πληρεξούσιος 2. προξενητής αρχ. γραμματέας …   Dictionary of Greek

  • ερμηνεύς — ἑρμηνεύς, ὁ (AM) 1. αυτός που εξηγεί κάτι, αυτός που κάνει κάτι σαφές 2. αυτός που μεταφράζει από τη μια γλώσσα στην άλλη, ο διερμηνέας, ο δραγομάνος 3. ο μεσάζων, ο προξενητής 4. ο μεσίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος με θέμα άγνωστης ετυμολ. + κατάλ …   Dictionary of Greek

  • ερμηνεύω — (AM ἑρμηνεύω, Α δωρ. τ. έρμανεύω) [ερμηνεύς] 1. διασαφηνίζω, εξηγῶ, αναπτύσσω κάτι κατά τρόπο σαφή και κατανοητό 2. (για έργα τέχνης) κατανοώ βαθιά ή εκτελώ με επιτυχία θεατρικό ή μουσικό έργο 3. μεταγλωττίζω από μια γλώσσα σε άλλη 4. (νομ.)… …   Dictionary of Greek

  • μεσίτης — (I) ο, θηλ. μεσίτρια και μεσίτρα (ΑM μεσίτης, Α θηλ. μεσῑτις, ιδος, Μ θηλ. μεσίτρια και μεσίτρα και μεσίτισσα) αυτός που παρεμβαίνει ή μεσολαβεί μεταξύ δύο προσώπων ή ομάδων με σκοπό τον συμβιβασμό, τη σύναψη συμφωνίας ή τη συμφιλίωση («διαταγεὶς …   Dictionary of Greek

  • νυμφαγωγός — νυμφαγωγός, όν (ΑΜ) αυτός που οδηγεί τη νύφη από το πατρικό σπίτι στο σπίτι ή στην πατρίδα τού γαμπρού αρχ. 1. αυτός που φέρνει τη νύφη 2. αυτός που διαπραγματεύεται τον γάμο κάποιου, προξενητής 3. παράνυμφος, κουμπάρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νύμφη +… …   Dictionary of Greek

  • παρακαλεστής — ο [παρακαλώ] 1. άτομο που παρακαλεί, που ικετεύει κάποιον για κάτι 2. άτομο που ζητάει κοπέλα σε γάμο από την οικογένεια της με εντολή και για λογαριασμό άλλου, προξενητής …   Dictionary of Greek

  • προαγωγεύω — ΝΑ [προαγωγός] εκτελώ το έργο προαγωγού, παρακινώ, εξωθώ σε πορνεία, είμαι προαγωγός, μαστροπός αρχ. μτφ. ενεργώ ως προξενητής, προξενεύω («αὐτὸς ἑαυτὸν προαγωγεύει ὀφθαλμοῑς», Αριστοφ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”