προξενητής — ο θηλ. ήτρα αυτός που μεσολαβεί για συνοικέσιο: Προξενητάδες ήρθανε από τη Βαβυλώνα, να πάρουνε την Αρετή πολύ μακριά στα ξένα (δημ. τραγ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Proxenetismo — El proxenetismo es el oficio del proxeneta (Del lat. proxenēta, y este del gr. προξενητής) consiste en obtener beneficios económicos de la prostitución de otra persona. El proxenetismo en muchos países constituye un delito. A los proxenetas se… … Wikipedia Español
proxeneta — (Del lat. proxeneta < gr. proxeneo, hacer de patrono.) ► sustantivo masculino femenino Persona que facilita y media en las relaciones sexuales entre otras, con fines lucrativos. SINÓNIMO chulo * * * proxeneta (del lat. «proxenēta», del gr.… … Enciclopedia Universal
αποκρισάρης — κ. αποκρισιάρης, ο (AM ἀποκρισιάριος) [απόκρισις] 1. απεσταλμένος, πληρεξούσιος 2. προξενητής αρχ. γραμματέας … Dictionary of Greek
ερμηνεύς — ἑρμηνεύς, ὁ (AM) 1. αυτός που εξηγεί κάτι, αυτός που κάνει κάτι σαφές 2. αυτός που μεταφράζει από τη μια γλώσσα στην άλλη, ο διερμηνέας, ο δραγομάνος 3. ο μεσάζων, ο προξενητής 4. ο μεσίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος με θέμα άγνωστης ετυμολ. + κατάλ … Dictionary of Greek
ερμηνεύω — (AM ἑρμηνεύω, Α δωρ. τ. έρμανεύω) [ερμηνεύς] 1. διασαφηνίζω, εξηγῶ, αναπτύσσω κάτι κατά τρόπο σαφή και κατανοητό 2. (για έργα τέχνης) κατανοώ βαθιά ή εκτελώ με επιτυχία θεατρικό ή μουσικό έργο 3. μεταγλωττίζω από μια γλώσσα σε άλλη 4. (νομ.)… … Dictionary of Greek
μεσίτης — (I) ο, θηλ. μεσίτρια και μεσίτρα (ΑM μεσίτης, Α θηλ. μεσῑτις, ιδος, Μ θηλ. μεσίτρια και μεσίτρα και μεσίτισσα) αυτός που παρεμβαίνει ή μεσολαβεί μεταξύ δύο προσώπων ή ομάδων με σκοπό τον συμβιβασμό, τη σύναψη συμφωνίας ή τη συμφιλίωση («διαταγεὶς … Dictionary of Greek
νυμφαγωγός — νυμφαγωγός, όν (ΑΜ) αυτός που οδηγεί τη νύφη από το πατρικό σπίτι στο σπίτι ή στην πατρίδα τού γαμπρού αρχ. 1. αυτός που φέρνει τη νύφη 2. αυτός που διαπραγματεύεται τον γάμο κάποιου, προξενητής 3. παράνυμφος, κουμπάρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νύμφη +… … Dictionary of Greek
παρακαλεστής — ο [παρακαλώ] 1. άτομο που παρακαλεί, που ικετεύει κάποιον για κάτι 2. άτομο που ζητάει κοπέλα σε γάμο από την οικογένεια της με εντολή και για λογαριασμό άλλου, προξενητής … Dictionary of Greek
προαγωγεύω — ΝΑ [προαγωγός] εκτελώ το έργο προαγωγού, παρακινώ, εξωθώ σε πορνεία, είμαι προαγωγός, μαστροπός αρχ. μτφ. ενεργώ ως προξενητής, προξενεύω («αὐτὸς ἑαυτὸν προαγωγεύει ὀφθαλμοῑς», Αριστοφ.) … Dictionary of Greek